Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Η Οδηγία 99/70/ΕΚ, το ΠΔ 81/2003 και τα πρόσφατα νομολογιακά πορίσματα για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Απόσπασμα
ΛΕΥΚΗΣ ΚΙΟΣΣΕ-ΠΑΥΛΙΔΟΥ, Διδάκτορος, Επιστημονικής συνεργάτιδας Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ., Δικηγόρου Οι νέες ρυθμίσεις του ΠΔ 81/2003 με τις οποίες επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 99/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, αντί να αποσαφηνίσουν ζητήματα που αφορούν στη χρήση συμβάσεων με τέτοιο χαρακτήρα και αντί να θέσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τους όρους υπό τους οποίους οι συμβάσεις αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, δημιούργησαν αντίθετα πλήθος προβλημάτων, ενώ η σαφής διαφοροποίησή τους από τις κανονιστικές «προδιαγραφές» της ως άνω Οδηγίας, θέτει έντονα το πρόβλημα της συμφωνίας τους με τις κοινοτικές αυτές διατάξεις. Εισαγωγικά Ως γνωστόν οι συμβάσεις εργασίας διακρίνονται σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου1 και συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.2 Νομοθετικός ορισμός της σύμβασης ορισμένου χρόνου μέχρι πρότινος δεν υπήρχε. Συναγόταν όμως από το άρθρο 1 του Ν 2112/1920,3 από το άρθρο 9 του Ν 3198/1955 καθώς και από το άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ. Ερμηνεύοντας η νομολογία4 τα παραπάνω άρθρα δέχεται ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν στη σύμβαση καθορίζεται συγκεκριμένος χρόνος διάρκειας, που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων, έστω και σιωπηρά, ή η διάρκεια της σύμβασης συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας.5 Ο...