Table of Contents Table of Contents
Previous Page  48 / 106 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 48 / 106 Next Page
Page Background

ΘΕΜΑ

48

τ.

140

/2020

μίας συστηματικής προστασίας του απορ-

ρήτου των επικοινωνιών, ο ποινικός νο-

μοθέτης εισήγαγε τη διάταξη του άρθρου

370Α ΠΚ, η οποία τυποποιεί το αδίκημα της

παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επι-

κοινωνίας

5

.

Η αρχική μορφή της διάταξης τιμωρούσε

την αθέμιτη παγίδευση και παρέμβαση σε

τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκο-

πό την πληροφόρηση ή τη μαγνητοφώνη-

ση του περιεχομένου τηλεφωνικής συνδι-

άλεξης μεταξύ τρίτων (παρ. 1) καθώς και

την αθέμιτη παρακολούθηση ή μαγνητο-

φώνηση μη δημόσιας/ιδιωτικής συνομι-

λίας, χωρίς τη συναίνεση του παθόντος

(παρ. 2). Η χρησιμοποίηση των πληροφο-

ριών αυτών ή των μαγνητοταινιών εθεω-

ρείτο επιβαρυντική περίσταση (παρ. 3). Το

πιο σημαντικό, ωστόσο, για την υπό εξέτα-

ση θεματική, ήταν ότι υφίστατο η διάταξη

της παρ. 4 του άρθρου, η οποία καθιέρωνε

ειδικό λόγο άρσης του αδίκου

της πράξης,

εάν η χρήση γινόταν ενώπιον οποιασδήποτε

δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για

τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέρο-

ντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί δι-

αφορετικά

.

Μετά την τροποποίηση της διάταξης, από

τον Ν 3674/2008, ο ανωτέρω λόγος άρ-

σης του αδίκου

απαλείφθηκε

ολοσχερώς.

Η διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης

του Ν 3674/2008 δεν καταλείπει περιθώ-

ρια παρερμηνείας, σχετικά με τη ratio του

εξοβελισμού της:

“Ακόμη, εν όψει της γενικευμένης, διαρκώς

εξαπλούμενης και, χωρίς όρια, απόκτησης και

χρήσης των αθέμιτων μαγνητοφωνήσεων ή

μαγνητοσκοπήσεων, μέσω της δημοσιοποί-

ησης τους από τα ΜΜΕ, που έχει οδηγήσει,

πλέον, κατ’ ουσία, στην κατάργηση της ιδιω-

τικότητας και στην ανεμπόδιστη εισβολή στην

ιδιωτική ζωή των ατόμων ποικιλώνυμων

συμφερόντων, κρίθηκε αναγκαία η τροποποί-

ηση, επί το αυστηρότερο, της διατάξεως του

άρθρου 370Α του ΠΚ και η αναβάθμιση της σε

κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι

δέκα ετών, ώστε να περιφρουρηθούν και θω-

ρακισθούν τα ιδιωτικά δικαιώματα, η ιδιωτι-

κή ζωή και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομέ-

5. Για τη διαχρονική εξέλιξη της διάταξης, βλ.

Νά-

ιντο

, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική

δίκη, σελ. 124 επ.

να του ατόμου, που αποτελούν εκδήλωση της

προσωπικότητας του, την οποία πρωταρχικά

προστατεύει το Σύνταγμα.

Προς εναρμόνιση

δε της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρ-

θρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την

οποία απαγορεύεται, απολύτως και χωρίς

διάκριση, η χρήση αποδεικτικών μέσων,

που έχουν αποκτηθεί παράνομα, κρίθηκε

επιβεβλημένη η απάλειψη της παρ. 4 του

άρθρου αυτού του ΠΚ

“.

Σήμερα, μετά την εισαγωγή του νέου Κώ-

δικα (Ν 4619/2019), η πρώτη παράγραφος

του άρθρου 370Α ΠΚ έχει την ακόλουθη

μορφή:

«Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήπο-

τε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύν-

δεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής

ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή

λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την πα-

ροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος

ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει

σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνι-

κής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της

θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνί-

ας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή

τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφί-

ου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό

φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επι-

κοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναί-

νεση του τελευταίου».

Από τη συνολική διάταξη του άρθρου 370Α

ΠΚ, εξακολουθεί να απουσιάζει πρόβλε-

ψη περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της

πράξης, αντίστοιχη με την καταργηθείσα

διάταξη της παλαιάς παρ. 4 του άρθρου.

2. Η αποδεικτική απαγόρευση του

άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ

Εξάλλου, με το άρθρο 2 παρ. 7 Ν 2408/

1996, προστέθηκε δεύτερη παράγραφος

στο άρθρο 177 του ΚΠΔ, η οποία, στην αρ-

χική της εκδοχή, είχε ως εξής:

«Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με

αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμ-

βάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής,

την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων δικονο-

μικού καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για

κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισό-

βιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό

ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρί-

ου. Μόνη όμως η ποινική δίωξη των υπαιτίων

των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόο-

δο της δίκης».

Όπως καθίσταται προφανές, στην αρχική

μορφή της διατάξεως εισαγόταν εξαίρεση

από την απαγόρευση αξιοποίησης αποδει-

κτικών μέσων που αποκτήθηκαν με αξιό-

ποινη πράξη, η οποία αφορούσε τις

περι-

πτώσεις που το αποδεικτικό μέσο αξιοποιείτο

σε υπόθεση κακουργήματος επαπειλούμενου

με ποινή ισόβιας κάθειρξης.

6

Η συγκεκριμένη δυνατότητα χρήσης πα-

ρανόμου αποδεικτικού μέσου, ωστόσο,

καταργήθηκε

, μετά την τροποποίηση που

υπέστη το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ από το

άρθρο 10 Ν 3674/2008, δηλαδή το ίδιο που,

όπως ήδη αναφέραμε, κατήργησε τον ει-

δικό λόγο άρσης αδίκου που ίσχυε στο άρ-

θρο 370Α ΠΚ. Και σε αυτήν την περίπτω-

ση, η Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3674/2008

είναι διαφωτιστική, καθώς αναφέρει ότι η

διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ αντι-

καταστάθηκε για τους ίδιους λόγους, δη-

λαδή

«προς εναρμόνιση … της διατάξεως

προς εκείνη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συ-

ντάγματος κατά την οποίαν απαγορεύεται

απολύτως και χωρίς διάκριση η χρήση απο-

δεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί πα-

ράνομα …»

.

Έκτοτε και μέχρι και την εισαγωγή του

νέου ΚΠΔ (Ν 4620/2019) η διάταξη του άρ-

θρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ έχει ως εξής:

«Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με

αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμ-

βάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία»

Με βάση την εικόνα στην οποίαν καταστά-

λαξε η έννομη τάξη, πάντα σε συνδυασμό

με την απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση

που καθιερώνει η παρ. 3 του άρθρου 19

του Συντάγματος, θα μπορούσε κανείς να

αχθεί στο συμπέρασμα ότι, εφόσον η μα-

γνητοφώνηση συνομιλίας χωρίς τη συ-

ναίνεση του παθόντος και η χρήση αυτής

αποτελούν αξιόποινες πράξεις, η διάταξη

του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ μας αναγκάζει

να θεωρήσουμε τα αντίστοιχα αποδεικτικά

μέσα παντάπασιν εξοβελιστέα από την ποι-

6. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η εισαχθείσα

αυτή εξαίρεση από την αποδεικτική απαγόρευ-

ση του άρ. 177 παρ. 2 ΚΠΔ γινόταν δεκτό ότι δεν

μπορούσε να είναι καθολική. Βλ. σχετικώς

Τζαν-

νετή

, Η αξιόποινη απόκτηση αποδεικτικών μέ-

σων, ΠοινΧρ 1998/105.