ΘΕΜΑ
50
τ.
140
/2020
τηρείται η συνταγματικά κατοχυρωμένη
αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.
1 τελευταίο εδάφιο), απαιτείται στην διά-
ταξη, με την οποία προβλέπονται οι περι-
πτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η άρση,
να προσδιορίζονται επακριβώς και εξατο-
μικευμένα τα επιμέρους αδικήματα, για τα
οποία επιτρέπεται να επιχειρηθεί αυτή η
τόσο σημαντική επέμβαση στον ιδιωτικό
βίο του θιγόμενου προσώπου. Γενικές πε-
ριγραφές, ή περιγραφές με βάση «οικογέ-
νειες» αδικημάτων δεν πληρούν τις προα-
ναφερθείσες προϋποθέσεις.
2. Προς την πιο πάνω κατεύθυνση στοι-
χεί και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικα-
στηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
(ΕΔΔΑ) σχετικά με το άρθρο 8 της Ευρω-
παϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) «Δικαίωμα σεβασμού
της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής».
Σύμβαση η οποία, ως γνωστόν, έχει υπέρ-
τερη τυπική ισχύ εκείνης του τυπικού νό-
μου. Όπως έχει πολλάκις κριθεί [ενδεικτικά
α) IORDACHI AND OTHERS v. MOLDOVA,
απόφαση της 10.02.2009- παράγραφος 44,
β) SZABÓ AND VISSY v. HUNGARY, από-
φαση της 12.01.2016- παράγραφος 17,
γ) ROMAN ZAKHAROV v. RUSSIA, από-
φαση της 04.12.2015- παράγραφοι 231,
243, 244, δ) KENNEDY v. THE UNITED
KINGDOM, απόφαση της 18.05.2010- πα-
ράγραφος 159] ο νόμος ο οποίος προβλέ-
πει την άρση του απορρήτου των επικοι-
νωνιών πρέπει να είναι εξειδικευμένος
και σαφής σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό
των αδικημάτων για τα οποία χορηγείται η
δυνατότητα της άρσης αυτής. Αν ο νόμος
είναι γενικόλογος σε ό,τι αφορά τις προϋ-
ποθέσεις άρσης του απορρήτου, τότε δεν
έχει την απαιτούμενη σαφήνεια και προ-
βλεψιμότητα που επιβάλλεται να έχει ένας
κανόνας δικαίου για να θεωρηθεί ως νό-
μος θεμιτά περιορίζων δικαίωμα κατοχυ-
ρούμενο από την Σύμβαση […]
3. Με βάση τις αρχές αυτές πορεύτηκε, εξ
άλλου, μέχρι σήμερα και ο έλληνας νομο-
θέτης. Συγκεκριμένα με τον εκτελεστικό
του άρθρου 19 του Συντάγματος νόμο, ήτοι
το νόμο 2225/1994 «Για την προστασία της
ελευθερίας και ανταπόκρισης και επικοι-
νωνίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 121)
προβλέφθηκε αναλυτικός κατάλογος συ-
γκεκριμένων αδικημάτων […]
4. Με βάση τα προεκτεθέντα η επίμαχη διά-
ταξη του άρθρου 43 του νόμου 4640/2019,
η οποία χορηγεί στους οικονομικούς ει-
σαγγελείς την αρμοδιότητα να ζητήσουν,
σύμφωνα με τις διαδικαστικές προϋπο-
θέσεις του ως άνω νόμου 2225/1994, την
άρση του απορρήτου των επικοινωνιών
για «κακουργήματα» τα οποία δεν προσ-
διορίζονται ούτε εξειδικεύονται περαιτέ-
ρω είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα
συμβατότητας της διάταξης με το Σύνταγ-
μα, το οποίο περιέχει πολύ αυστηρές ρυθ-
μίσεις σε σχέση με το επίμαχο θέμα καθώς
και με την ΕΣΔΑ. [...]”
Η επιχειρηματολογία της ΑΔΑΕ είναι κα-
ταλυτική και πολύ δύσκολα θα μπορούσε
να αντικρουσθεί. Η κατάργηση των εξαι-
ρέσεων στην απαγόρευση χρήσης παρα-
νόμως ληφθέντων αποδεικτικών μέσων
(άρ. 370Α παρ. 4 ΠΚ, άρ. 177 παρ. 2 ΚΠΔ),
όπως ήδη παρατηρήσαμε, έλαβε χώρα
υπό το σκεπτικό της εναρμόνισης της κεί-
μενη νομοθεσίας με την καταστατικής εμ-
βέλειας ρύθμιση του άρ. 19 παρ. 3 Σ.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε κα-
νείς να συνταχθεί με τη λογική της στάθμι-
σης ανάμεσα στα έννομα αγαθά που πλήτ-
τονται από το έγκλημα, από τη μία πλευρά,
και την ανάγκη προστασίας του φορέα
του απορρήτου της επικοινωνίας, από την
άλλη
10
, θα πρέπει να δεχθεί ότι η στάθμιση
αυτή θα μπορεί να αποβεί υπέρ της εκδο-
χής της αξιοποίησης παρανόμως ληφθέ-
ντος αποδεικτικού μέσου μόνον στην πε-
ρίπτωση που το διωκόμενο έγκλημα έχει
προσβάλλει προφανώς υπέρτερο έννο-
μο αγαθό, οπότε και, με βάση την αρχή της
αναλογικότητας, η προσβολή της ιδιωτι-
κής ζωής του φορέα του δικαιώματος προ-
βάλλει ως αναγκαία και δικαιολογημένη.
Ωστόσο, η επιλεκτική άρση της συνταγμα-
τικής απαγόρευσης με την εισαγωγή μίας
νομοθετικής εξαίρεσης η οποία δεν αφορά
εκ των προτέρων καθορισμένα εγκλήματα
με αντικειμενική μείζονα ποινική απαξία,
ώστε να πληρούνται οι όροι της αναλογι-
κότητας, αλλά, αντιθέτως, απομονώνει
10. Στάθμιση στην οποίαν προβαίνει τμήμα της νο-
μολογίας (ενδεικτικά: ΑΠ 277/2014, ΠοινΧρ
2015/264, ΑΠ 611/2006, ΠοινΔικ 2006/857)
και της θεωρίας (ενδεικτικά:
Καρράς
, Ποινικό
Δικονομικό Δίκαιο, 2011, σελ. 696).
μία ομάδα ομοειδών εγκλημάτων με οι-
κονομικό χαρακτήρα (αρμοδιότητα Οικο-
νομικού Εισαγγελέα), δύσκολα μπορεί να
εκπληρώσει τα παραπάνω κριτήρια. Αντι-
θέτως, στοιχειοθετεί μία νομοθετική πα-
λινωδία με προφανή την υποκείμενη δη-
μοσιονομική σκοπιμότητα κι έκδηλο τον
δυσανάλογο περιορισμό των ατομικών και
υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατη-
γορουμένου.
Ε. Τελικές σκέψεις
Υπό το φως των ανωτέρω, διαφαίνεται ότι
η κατάστρωση της οικείας ύλης, ειδικά
μετά τις τελευταίες νομοθετικές προσχώ-
σεις, συγκροτεί ένα αποσπασματικό, ανι-
σόπεδο και ασπόνδυλο πλέγμα διατάξεων.
Η ανασφάλεια αυτή, σε συνδυασμό με έναν
τεχνολογικό πληθωρισμό που καθιστά το
έργο της παρακολούθησης της επικοινω-
νίας προσιτό και ευχερές για τους πάντες,
ναρκοθετεί το οικοδόμημα της ποινικής δί-
κης. Οι διωκτικές σκοπιμότητες, οι οποίες
μπορεί να πηγάζουν από υπαρκτές ανά-
γκες, αλλά είναι μοιραία έμφορτες αντι-
νομιών, κάνουν ορατό τον κίνδυνο ενός
δικονομικού πλαισίου διαφορετικών «τα-
χυτήτων», το οποίο πλήττει βάναυσα την
ισότητα ως συστατικό της δικαιοσύνης,
αλλά και θεμέλιο του πολιτεύματος.
Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο λόγος θε-
σπίσεως των αποδεικτικών απαγορεύσε-
ων, όπως αυτής του άρθρου 19 παρ. 3 Σ.
και του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ θεμελιώ-
νεται ακριβώς στη στάθμιση και την ανα-
γνώριση της υπεροχής των βασικών μας
αξιών, όπως αυτές ιεραρχούνται στον ίδιο
τον καταστατικό χάρτη της πολιτείας, ένα-
ντι της ανάγκης δικαστικής διερευνήσεως
της αλήθειας
11
.
11.
Παύλου
, Η μαγνητοφώνηση τηλεφωνικών
συνδιαλέξεων υπόπτων από τις αρχές, ΠοινΧρ
2015/161.