ΣΥΝ
ή
ΓΟΡΟΣ
49
Η χρήση παρανόμως μαγνητοφωνημένων συνομιλιών στην ποινική δίκη
νική διαδικασία
7
. Προφανώς, ωστόσο, μία
τέτοια απαγόρευση δεν θα μπορούσε να
καταλαμβάνει τις περιπτώσεις της χρήσης
αποδεικτικών μέσων προς υποστήριξη
και απόδειξη της αθωότητας του κατηγο-
ρουμένου, καθώς η ανάγκη για μη κατα-
δίκη ενός αθώου ενυπάρχει στην αρχή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συγκροτεί
υπέρτερο δημόσιο συμφέρον
8
.
Δ. Οι νομοθετικές παλινωδίες και η
τελική αναδίπλωση (Ν 4637/2019):
Τα παράνομα αποδεικτικά μέσα που
επιτρέπονται στην ποινική δίκη
Με την … πεπατημένη της άσχετης με το
υπό νομοθέτηση ζήτημα τροπολογίας,
στο νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης (άρ-
θρο 65 Ν 4356/2015) εισήχθη νέα εξαίρε-
ση στην απαγόρευση αξιοποίησης παρα-
7. Πρβλ. την (πολιτική) ΟλΑΠ 1/2001 (ΝοΒ
49/1804), με βάση την οποία
«Εξαίρεση από
τον συνταγματικής ισχύος κανόνα της απαγορεύ-
σεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει
μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτε-
ρων εννόμων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώ-
πινη ζωή.
Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω
απαγόρευση,
εισαγόμενη με διάταξη κοινού νό-
μου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας,
είναι
ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κρι-
τήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου
εννόμου αγαθού
»
.
8. Βλ. την ΑΠ 1351/1997, ΠοινΔικ 1998/96.
νόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων,
καθώς αυτά επετράπησαν στις περιπτώ-
σεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτή-
ρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του
Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή
του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς
και υπό τις σωρευτικές προϋποθέσεις της
τήρησης της αρχής της αναλογικότητας,
της μη δυνατότητας απόδειξης της αλή-
θειας με διαφορετικό τρόπο, καθώς και
της μη προσβολής της ανθρώπινης αξίας.
Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Ελλη-
νική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώ-
που και οι περισσότεροι εκπρόσωποι της
συνταγματικής επιστήμης
9
, επεσήμαναν
αυτήν την κραυγαλέα αντινομία στη συ-
νταγματική τάξη που καθιερώνει ιδίως το
άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος.
Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
το άρθρο 65 του Ν 4356/2015 καταργήθη-
κε από 1.7.2019. Ωστόσο, με τον μεταγε-
νέστερο Ν 4637/2019 που περιελάμβανε
τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο νο-
μοθέτης επανέφερε σε ισχύ αυτούσιο το
άρθρο 65 του Ν 4356/2015 (βλ. άρθρο 14
του Ν 4637/2019), νομοθετώντας με τον
ίδιο τρόπο: Σαν να μην υπάρχει καν να μην
9. Βλ.
Χρυσόγονου - Βλαχόπουλου
, Ατομικά και
Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σ. 304 επ.
υπήρξε ποτέ το άρθρο 19 παρ. 3 του Συ-
ντάγματος, αλλά και σαν να μην ψηφίστη-
κε ποτέ ο Ν 3674/2008, ο οποίος κατήργη-
σε συνολικά τις τότε εξαιρέσεις στη γενική
απαγόρευση χρήσης παρανόμως κτηθέ-
ντων αποδεικτικών μέσων «προς εναρμό-
νιση με το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγμα-
τος κατά το οποίο απαγορεύεται απολύτως
και χωρίς διάκριση η χρήση αποδεικτικών
μέσων που έχουν αποκτηθεί παράνομα».
Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, η κατά-
σταση περιπλέχθηκε ακόμη περαιτέρω με
τη θέση σε ισχύ του Ν 4640/2019, με βάση
τις προβλέψεις του οποίου (με την κλασι-
κή πλέον μέθοδο της … τροπολογίας στο
άρθρο 43), το άρθρο 34 ΚΠΔ, διαμορφώ-
θηκε ως εξής:
«Άρθρο 34. - Εξουσίες εισαγγελέα οικονομι-
κού εγκλήματος. 1. Οι εισαγγελικοί λειτουρ-
γοί της παρ. 1 του άρθρου 33 έχουν, εφόσον
τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβα-
ση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι
χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη
υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομο-
θεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρη-
ματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου,
με την εξαίρεση του δικηγορικού (άρθρο 39
παρ. 1 του Ν 4194/2013), καθώς και σε κάθε
μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού
που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προ-
σωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με ισχύοντες
κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικώς η πρόσβα-
ση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τη-
λεπικοινωνιακού απορρήτου (Ν 2225/1994)
επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες
αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμε-
νική υπόσταση κακουργήματος».
Η Ολομέλεια της ΑΑΔΕ, με την από 9-12-
2019 Ανακοίνωσή της, επέκρινε δριμύτα-
τα την ανωτέρω νομοθετική επιλογή. Σύμ-
φωνα με την ανακοίνωση:
“1. […] Ενόψει των αυστηρών και εμφατι-
κών αυτών διατυπώσεων του συνταγματι-
κού κειμένου ο νομοθέτης επιτρέπεται να
προβλέψει τη δυνατότητα της δικαστικής
εξουσίας να διατάξει την άρση του απορ-
ρήτου των επικοινωνιών μόνο για την δια-
κρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Για να μπορεί δε να ελεγχθεί από την δικα-
στική εξουσία αν το αδίκημα για το οποίο
επιχειρείται η άρση του απορρήτου είναι
όντως «ιδιαιτέρως σοβαρό» καθώς και αν