Table of Contents Table of Contents
Previous Page  73 / 106 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 73 / 106 Next Page
Page Background

ΣΥΝ

ή

ΓΟΡΟΣ

73

Συνοπτική παρουσίαση και αξιολόγηση των αλλαγών του νέου νόµου για την εταιρική διακυβέρνηση (Ν 4706/2020)

ρο του 20% του συνόλου) απαιτείται ειδική

απόφαση του Δ.Σ. με αυξημένη πλειοψη-

φία (3/4 των μελών του). Επίσης, έγκρι-

ση από τη Γενική Συνέλευση με αυξημένη

απαρτία και πλειοψηφία.

Διάθεση σημαντικών περιουσιακών

στοιχείων της εταιρίας (άρ. 23)

Ο νέος νόμος περιλαμβάνει ειδικές πρό-

νοιες για τη διάθεση με μία ή περισσότερες

εντός διετίας συναλλαγές, περιουσιακών

στοιχείων που υπερβαίνουν το 51% της

συνολικής αξίας των περιουσιακών της

στοιχείων, αξιώνοντας απόφαση της Γε-

νικής Συνέλευσης που λαμβάνεται με αυ-

ξημένη απαρτία και πλειοψηφία, σύμφω-

να με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 130 του

Ν 4548/2018.

Κυρώσεις (άρ. 24)

Με τις διατάξεις του άρ. 24 καθορίζεται η

εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής Κε-

φαλαιαγοράς, με την επιφύλαξη των αρμο-

διοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τρά-

πεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, και

τίθενται οι επαπειλούμενες κυρώσεις για

παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων

1 έως 23. Σε περίπτωση παράβασης των

ρυθμίσεων του νέου νόμου, οι επαπειλού-

μενες κυρώσεις είναι αυστηρότατες: επί-

πληξη ή χρηματικό πρόστιμο μέχρι τρία

(3) εκατομμύρια ευρώ στην εταιρία

8

κα-

θώς και σε μέλη του Δ.Σ. ή σε άλλα φυ-

σικά ή νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν

στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Κατά

την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνο-

νται ιδίως υπόψη η βαρύτητα της παράβα-

σης, η επίπτωση της παράβασης στην εύ-

ρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος

πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των

επενδυτών και των μετόχων μειοψηφίας

της εταιρίας, ο βαθμός της υπαιτιότητας,

η λήψη μέτρων από τον παραβάτη για την

άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθ-

μός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφα-

λαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και

ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενι-

8. Σε κάθε περίπτωση, έως πέντε τοις εκατό (5 %)

του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της,

σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις κατά

το οικονομικό έτος που αφορά η παράβαση και

οι οποίες έχουν υπογραφεί από το Δ.Σ. της ε-

ταιρίας.

κής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή

τέλεση παραβάσεων των άρθρων 1 ως 23.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξουσιοδοτεί-

ται να εκδώσει απόφαση που εξειδικεύει

το σύστημα προσδιορισμού, υπολογισμού

και επιμέτρησης του ύψους των κυρώσε-

ων ανά παράβαση.

Συμπέρασμα

Οι διατάξεις του Μέρους Α’ του νέου νόμου

αποτελούν μία

γενναία

νομοθετική πα-

ρέμβαση προς την κατεύθυνση της εμπέ-

δωσης ορθών και αποτελεσματικών πρα-

κτικών διακυβέρνησης από τις ανώνυμες

εταιρίες με εισηγμένες μετοχές ή άλλες κι-

νητές αξίες σε ρυθμιζόμενη αγορά στην

Ελλάδα, και τη συνακόλουθη ενίσχυση

της εμπιστοσύνης των μετόχων ή δυνητι-

κών μετόχων σε αυτές. Η επικαιροποίηση

και ενίσχυση ενός πλαισίου που θεσπίστη-

κε το 2002 (Ν 3016/2002) ήταν επιβεβλη-

μένη λόγω των πολλαπλών νομοθετικών

μεταβολών που μεσολάβησαν, των σύγ-

χρονων πρακτικών διακυβέρνησης, αλλά

και των σκανδάλων μεγάλης έκτασης που

ταλάνισαν την ελληνική κεφαλαιαγορά τα

τελευταία έτη.

Η υπερνομοθέτηση, ως κεντρική ρυθμι-

στική απάντηση σκοπούσα στη θεραπεία

είτε χρόνιων παθογενειών είτε μεμονω-

μένων σκανδάλων στο πλαίσιο ορισμένης

κατηγορίας βιοτικών σχέσεων (π.χ. κεφα-

λαιαγορά), μπορεί να είναι αποτελεσμα-

τική υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω

παθογένειες ή σκάνδαλα συνδέονται αιτι-

ωδώς με την απουσία (ή την ανεπάρκεια)

σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου. Στον βαθ-

μό που η αξιολόγηση της κατάστασης της

ελληνικής αγοράς κεφαλαίου, των συμμε-

τεχουσών σε αυτή εταιριών καθώς και των

σκανδάλων της τελευταίας δεκαετίας ανέ-

δειξε ότι οι αστοχίες εταιρικής διακυβέρ-

νησης θα είχαν αποφευχθεί μέσω εκτενέ-

στερης ρυθμιστικής παρέμβασης, ο νέος

νόμος θα μπορέσει να εκπληρώσει τις επι-

διώξεις του συντάκτη του. Εάν, ωστόσο,

οι εν λόγω αστοχίες οφείλονται σε πλημ-

μελή εφαρμογή και εποπτεία των ισχυ-

ουσών διατάξεων, η αποτελεσματικότητα

του νέου νόμου τίθεται εν αμφιβόλω. Επί-

σης, στην περίπτωση αστοχιών οφειλομέ-

νων σε πλημμελή εφαρμογή και εποπτεία

του ισχύοντος πλαισίου (και ουχί πλημμε-

λούς πλαισίου

per se

), η περαιτέρω ρυθμι-

στική παρέμβαση (και δη η οριζόντια) δύ-

ναται να επιφέρει αποτελέσματα αντίθετα

από τα επιδιωκόμενα, όπως τα δυσανάλο-

γα κόστη συμμόρφωσης και, τελικώς, την

αποχώρηση συμμετεχόντων από τη βιοτι-

κή σχέση και τον συνακόλουθο περιορι-

σμό της.

Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή του Έλληνα

νομοθέτη να προσδώσει χαρακτήρα ανα-

γκαστικού δικαίου σε πληθώρα διατάξεων

εταιρικής διακυβέρνησης αποτελεί από-

κλιση από την πάγια ενωσιακή πρακτική

που υπαγορεύει ότι οι εν θέματι διατάξεις

αποτελούν ήπιο δίκαιο ώστε να εξασφαλί-

ζεται η αναγκαία ευελιξία και αναλογικό-

τητα, μέσω αιτιολογημένων αποκλίσεων

(“comply or explain” από ορισμένο κώδικα

εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο υπό-

κειται η εταιρία), που δικαιολογούνται από

τις αποκλίνουσες περιστάσεις εισηγμένων

εταιριών διαφορετικών μορφών και μεγέ-

θους. Είναι εξαιρετικά πρώιμο, ωστόσο, να

κριθεί η ορθότητα της επιλογής αυτής σε

αυτό το αρχικό στάδιο εφαρμογής του νέου

νόμου. Η αρχική μαξιμαλιστική νομοθετική

προσέγγιση πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να

συνοδευτεί κι από συναφή εποπτική προ-

σέγγιση. Άλλωστε η θέσπιση αναγκαστι-

κού δικαίου διατάξεων εταιρικής διακυβέρ-

νησης σε πιστωτικά ιδρύματα (που φαίνεται

να αποτελούν το πρότυπο του νομοθέτη

εν προκειμένω) βελτίωσε αναμφίβολα την

ποιότητα διακυβέρνησης και συνακόλουθα

τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την

εν γένει εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστω-

τικό σύστημα στην περίοδο μετά τη χρη-

ματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Ου-

σιαστικούς παράγοντες επιτυχίας κατά τα

ανωτέρω, ωστόσο, αποτέλεσαν η ποιότη-

τα και η ένταση της εποπτείας, ιδίως από τον

Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό.

Παρά το αυξημένο κόστος συμμόρφω-

σης, η κατάλληλη προσαρμογή στο νέο

πλαίσιο θα σημάνει στενότερη διάδραση

των εταιριών με τους επενδυτές, βελτίω-

ση της ανταγωνιστικότητάς του, τόσο από

άποψη εσωτερικής οργανωτικής αποτελε-

σματικότητας όσο και από πλευράς χαμη-

λότερου κόστους κεφαλαίου, και θα απο-

δώσει μεγαλύτερη αξία στους μετόχους

των εταιριών και στα ενδιαφερόμενα μέρη

(stakeholders) εν γένει.