Table of Contents Table of Contents
Previous Page  96 / 106 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 96 / 106 Next Page
Page Background

ΑΓΓΛΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

96

τ.

140

/2020

Κ

ατά τη μετάφραση νομικών όρων στην

αγγλική γλώσσα ανακύπτει συχνά η

δυσκολία ακριβούς αντιστοίχισης των

εννοιών, στο μέτρο που εμπλέκονται δύο

γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται σε

νομικά συστήματα με θεσμούς οι οποίοι

δεν ταυτίζονται, πολλές δε φορές δεν είναι

καν παρόμοιοι - αφενός η ελληνική, που

χρησιμοποιείται σε σύστημα ηπειρωτι-

κού δικαίου (civil law, continental law),

και αφετέρου η αγγλική, που χρησιμοποι-

είται κυρίως σε συστήματα κοινοδικαίου

(common law).

Ένας κλάδος δικαίου στον οποίο απαντά

συχνά η ως άνω δυσκολία είναι η Δικονο-

μία (όπως είναι άλλωστε και λογικό: είναι

αρκετά σύνηθες να διαφέρουν οι διαδι-

κασίες που προβλέπουν διαφορετικά συ-

στήματα δικαίου). Συνηθέστατα δε ο μετα-

φραστής καλείται να αποφασίσει αν ο όρος

final θα μεταφραστεί -ανάλογα με τα συμ-

φραζόμενα- ως «οριστικός», «τελεσίδι-

κος» ή «αμετάκλητος». Με αυτό το ζήτη-

μα θα ασχοληθούμε παρακάτω.

Οριστικός

Στην μεγάλη πλειοψηφία των κειμένων, η

φράση «οριστική απόφαση» μεταφράζεται

στην αγγλική ως εξής:

final judgment

: οριστική απόφαση δικα-

στηρίου

final decisiοn

: οριστική απόφαση δικα-

στηρίου ή διοικητικού οργάνου ή άλλου

οργάνου ή φορέα

final order

: οριστική απόφαση οργάνου

/ διάταξη δικαστηρίου

Αντίστοιχα, η «οριστική κρίση» του δικα-

στηρίου θα μεταφραστεί ως

final ruling

.

Ενίοτε συναντάμε και τη μετάφραση

definitive decisiοn, ωστόσο δεν έχουμε

λόγο να την προτιμήσουμε, εκτός αν συ-

ντρέχει περίπτωση διαφοροποίησης, στο

ίδιο κείμενο, των όρων «οριστικός» και

«τελεσίδικος» ή/και «αμετάκλητος» (βλ.

παρακάτω). Σε γενικές γραμμές, πάντως,

η περίπτωση της «οριστικής απόφασης»

είναι αρκετά απλή. Αντίστοιχα, η μη οριστι-

κή απόφαση θα μεταφραστεί ως

nonfinal

(ή non-final) judgment, decision

κ.λπ

.

Κατά τα λοιπά, για τη μετάφραση της λέξης

«οριστικός» μπορούμε, πέραν του όρου

final, να χρησιμοποιήσουμε, ανάλογα με τα

συμφραζόμενα, και άλλους όρους, όπως

definitive

ή

firm

, π.χ.:

 οριστικός κατάλογος: definitive list, fi-

nal list

 οριστική λύση: definitive solution, per-

manent solution

 οριστικά μέτρα: definitive measures

 oριστικές απαντήσεις: definitive an-

swers, final answers

 οριστικές παραγγελίες: firm orders

Aλλά

: οριστική διατύπωση του κειμέ-

νου: finalisation of the text

Τελεσίδικος

Για τη μετάφραση του όρου «τελεσίδικος»

χρησιμοποιούνται επίσης -δυστυχώς!- οι

όροι final ή definitive. Ας δούμε κατ’ αρχάς

μερικά παραδείγματα:

 όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη:

when the judgment becomes final, once

the judgment has become final, upon

the judgment becoming final

 έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση: a fi-

nal judgment has been delivered (ή:

rendered, passed)

 καταδικάστηκε με τελεσίδικη απόφαση:

he has been finally convicted

 τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση: fi-

nal sentence

 τελεσίδικη απαγόρευση: definitive ban

Από όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, προ-

κύπτει εύκολα το ζήτημα που τίθεται: οι

ίδιοι όροι χρησιμοποιούνται για τη μετά-

φραση τόσο της οριστικής όσο και της τε-

λεσίδικης αποφάσεως. Πώς θα λύσει αυτό

το πρόβλημα ο μεταφραστής του κειμένου;

Εφόσον πρόκειται για ευθεία μετάφρα-

ση (EN → EL), τα πράγματα είναι σχετικά

απλά. Ο μεταφραστής καλείται να μελετή-

σει τα συμφραζόμενα και να καταλήξει, με

βάση τις νομικές του γνώσεις, αν πρόκει-

ται για οριστική ή για τελεσίδικη απόφα-

ση. Αναλόγως του τελικού συμπεράσμα-

τος, θα επιλέξει έναν από τους δύο αυτούς

όρους για τη μετάφραση των φράσεων

final judgment, decision

κ.λπ.

ή definitive

decision

κ.λπ.

Αντίστοιχα, στην αντίστρο-

φη μετάφραση (ΕL → ΕN) ο μεταφραστής

μπορεί να χρησιμοποιήσει με ασφάλεια τη

λέξη final.

Το ζήτημα είναι λίγο πιο σύνθετο στις περι-

πτώσεις εκείνες αντίστροφης μετάφρασης

κειμένου στο οποίο παρατίθενται αμφότε-

ροι οι όροι: «οριστική και τελεσίδικη από-

φαση». Είναι προφανές ότι δεν θα μπορού-

σαμε να πούμε «final and final judgment».

Θα πρέπει να σκεφτούμε κάποια άλλη

λύση. Μερικές διαθέσιμες επιλογές είναι

οι εξής:

definitive and final judgment

(ακριβής

λεξιλογική αντιστοίχιση)

final judgment

(αφαιρετική μετάφρα-

ση με ερμηνεία - εφόσον είναι το μεί-

ζον, «τελεσίδικη», θεωρώ ότι είναι και

το έλασσον, «οριστική»)

final judgment which has the force of

res judicata

( = επί λέξει: οριστική από-

φαση με ισχύ δεδικασμένου = οριστική

και τελεσίδικη απόφαση - μετάφραση με

επεξήγηση)

final and enforceable judgment

( = επί

λέξει: οριστική απόφαση που μπορεί να

εκτελεστεί = οριστική και τελεσίδικη

απόφαση - μετάφραση με επεξήγηση)

Οριστικά και αμετάκλητα

Μαίρη Ορφανού

, Δικηγόρος, Διαμεσολαβήτρια, ΜΔΕ,

Εισηγήτρια σεμιναρίου Legal English for Law Professionals